- διστακτικότητα
- ηεπιφυλακτικότητα, αμφιταλάντευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < διστακτικός. Η λ. διστακτικότης μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διστακτικότητα — η η ιδιότητα του διστακτικού, η αναποφασιστικότητα: Η διστακτικότητά του εμπόδισε την εξέλιξη της καριέρας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αμφιταλάντευση — η [αμφιταλαντεύομαι] αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, αμφιβολία … Dictionary of Greek
αναποφασιστικότητα — η το να μην παίρνει κανείς οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφασιστικότητα. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον εκδότη Αθανάσιο Παπαλεξανδρή] … Dictionary of Greek
αοριστία — η (Α ἀοριστία) το να είναι κάτι αόριστο, ακαθόριστο, η ασάφεια, η αβεβαιότητα νεοελλ. ασαφής λόγος, αοριστολογία αρχ. 1. το να είναι κάτι απεριόριστο 2. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα 3. στον πληθ. ανωμαλίες, φαινόμενα χωρίς κανονικότητα,… … Dictionary of Greek
δίψυχος — η, ο 1. διστακτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δίψυχο η διστακτικότητα … Dictionary of Greek
εφεκτικότητα — η επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση, το αναποφάσιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφεκτικός. Η λ. στον λόγιο τ. εφεκτικότης μαρτυρείται από το 1852 στον Πέτρο Καλλιβούρση] … Dictionary of Greek
κύμανση — η (Α κύμανσις, εως) [κυμαίνω] η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση νεοελλ. μτφ. 1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα 3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους … Dictionary of Greek
ντροπή — η 1. συναίσθημα ενοχής ή ταπείνωσης λόγω μεμπτής πράξης, δικής μας ή άλλων («νιώθω ντροπή μετά από όσα τού είπα») 2. συστολή, διστακτικότητα που οφείλεται σε σεβασμό ή φόβο («νιώθω ντροπή όταν τόν βλέπω») 3. αίσχος, όνειδος (α. «πιες γλυκό κρασί… … Dictionary of Greek